θερσιτικός

θερσιτικός
-ή, -ό
θρασύδειλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θερσίτης. Για τη σημασία πρβλ. θερσίτειος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θερσιτικός — ή, ό που έχει τα ελαττώματα του Θερσίτη (πρόσωπο της Ιλιάδας, πρότυπο θρασύτητας και δειλίας), που έχει τα γνωρίσματα του θράσους και της δειλίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”